- εξακολουθητικός
- η , ό[ν] продолжительный, длительный, непрерывный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εξακολουθητικός — ή, ό αυτός που γίνεται συνεχώς, ακατάπαυστος («εξακολουθητική προσπάθεια»). [ΕΤΥΜΟΛ. < εξακολουθώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Ελληνογαλλικό Λεξικό τού Νικ. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
εξακολουθητικός — ή, ό επίρρ. ά που συμβαίνει χωρίς διακοπή, συνεχής, αδιάκοπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μέλλοντας — Ο χρόνος του ρήματος που φανερώνει κάτι που θα γίνει (θα γράψω το γράμμα) ή κάτι που θα γίνεται συνέχεια ή με επανάληψη (όλη τη νύχτα θα δουλεύω). Στην πρώτη περίπτωση ονομάζεται στιγμιαίος μ. και στη δεύτερη εξακολουθητικός. Υπάρχει επίσης και ο … Dictionary of Greek
συντακτικό — Μελέτη των συντακτικών αξιών των γλωσσικών τύπων. Από τους διάφορους τομείς έρευνας, που κληρονόμησε η σύγχρονη γλωσσολογία από την παραδοσιακή κανονιστική γραμματική, το σ. είναι εκείνο που θέτει τα περισσότερα προβλήματα. Κατά την αρχαία και τη … Dictionary of Greek
ακολουθητικός — ή, ό (Α ἀκολουθητικός, ή, ὸν) [ἀκολουθῶ] νεοελλ. 1. εξακολουθητικός, συνεχής 2. αυτός που ακολουθεί, ο επόμενος 3. επίρρ. ακολουθητικά και κώς α) συνεχώς β) κατά συνέπεια αρχ. ο διατεθειμένος, ο πρόθυμος να ακολουθεί … Dictionary of Greek
ακολουθητικός — ή, ό ο πρόθυμος να ακολουθά, ο εξακολουθητικός: Τον είχε χρόνια στη δούλεψή του· ήταν εργατικός, λιγόλογος κι ακολουθητικός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισοκράτης — ο 1. (βυζ. μουσ.), αυτός που με τη φωνή του κρατά το «ίσο» στην ψαλμωδία. 2. (μουσ.), ο εξακολουθητικός χαμηλός φθόγγος από τον οποίο διέρχονται ποικίλες σύμφωνες ή ξένες συγχορδίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)